μαῖτυς

μαῖτυς
μαῖτυς, Cret. and Epid. for μάρτυς (q. v.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαίτυς — μαίτυς, υρος, ὁ (Α) μάρτυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαίτυς αντί μάρτυς από τους τ. τών πλάγιων πτώσεων, όπου το πρώτο ρ ανομοιωτικά προς το ακολουθούν ρ («υποχωρητική ανομοίωση») εξασθενώθηκε σε ι : μάρτυρος > μαίτυρος > μαίτυς] …   Dictionary of Greek

  • μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… …   Dictionary of Greek

  • μαιτυρώ — μαιτυρῶ, έω (Α) [μαίτυς] μαρτυρώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”